άβαφος

άβαφος
και άβαφτος, -η, -ο [βάφω]
1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος
2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος
3. ο άβαπτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άβαφος — η, ο αυτός που δε βάφηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβαφτος — η, ο βλ. άβαφος …   Dictionary of Greek

  • αβαφία — η [άβαφος] 1. έλλειψη βαφής, χρωματισμού 2. η μη σκλήρυνση σιδήρου ή χάλυβα μετά την πυράκτωση …   Dictionary of Greek

  • αμπογιάτιστος — η, ο [μπογιατίζω] ο μη μπογιατισμένος, αχρωμάτιστος, άβαφος …   Dictionary of Greek

  • αμπογιάντιστος — η, ο άβαφος: Το σπίτι είχε μείνει αρκετά χρόνια αμπογιάντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”